- πολυτάρακτος
- πολυ-τάρακτος [pron. full] [τᾰ], ον,A much-disturbed, Ach.Tat.1.13.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολυτάρακτος — ον, Α 1. ο πολύ ταραγμένος ή αυτός που ταράζεται πολύ 2. (το ουδ. ως επίρρ.) πολυτάρακτον με μεγάλη ταραχή και, κυρίως, με πολλές ή δυνατές φωνές («ἐξῆρχε τοῦ θρόνου ὁ πατὴρ πολυτάρακτον βοῶν», Αχ. Τάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + τάρακτος (<… … Dictionary of Greek
πολυτάρακτον — πολυτάρακτος much disturbed masc/fem acc sg πολυτάρακτος much disturbed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)